Byzantium regained? The history, advice and lament by Matthew of Myra

Part of : Θησαυρίσματα ; Vol.28, 1998, pages 275-347

Issue:
Pages:
275-347
Author:
Abstract:
Το 1638 τυπώθηκε στη Βενετία μια σειρά από δημώδη στιχουργήματα του Μητροπολίτη Μυρέων Ματθαίου, στον ίδιο τόμο με τις Ανδραγαθίες του Μιχαήλ Βοηβόδα του Σταυρινού του Βηστιάρη. Πρόκειται ουσιαστικά για τρία έργα: μία Ιστορία της Βλαχίας από το 1602 ως το 1618, μια σειρά από Παραγγελίες (συμβουλές) προς τον βοεβόδα Αλέξανδρο Iliaç, και ένα Θρήνο περί της Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος ενσωματώνεται ως παρέκβαση στο κείμενο των Παραγγελιών. Και τα τρία στιχουργήματα είχαν πάρει την τελική τους μορφή αρκετά χρόνια νωρίτερα, γύρω στα 1618. Ανατυ ώθηκαν επανειλημμένως σε λαϊκές εκδόσεις, μαζί με το στιχούργημα του Σταυρινού, και άσκησαν αισθητή επίδραση σε μεταγενέστερους Έλληνες συγγραφείς. Η Ιστορία του Ματθαίου μεταφράστηκε νωρίς στα ρουμανικά και χρησιμοποιείται μέχρι. σήμερα ως σημαντική πηγή για την ιστορία της εποχής. Γνωστές επίσης είναι οι ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του συγγραφέα για τις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Βλάχων.Ο Ματθαίος γεννήθηκε στην Πωγωνιανή γύρω στα 1550. Υπηρέτησε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, και έμεινε για διαστήματα στη Μόσχα, σ τη Λεόπολη (Lviv), και στην Craiova της Βλαχίας. Από το 1605 είχε τον τίτλο του Μητροπολίτη Μυρέων. Στα 1606-8 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο μοναστήρι του Dealu, κοντά στην πρωτεύουσα της Βλαχίας Tîrgoviçte, όπου με την υποστήριξη του βοεβόδα Radu Serban έγινε ηγούμενος, και έμεινε εκεί μέχρι τον θάνατό του, το 1624. Γλωσσομαθής και πολυταξιδευμένος, ο Ματθαίος πρέπει να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στους σημαντικότερους λόγιους Ορθόδοξους κληρικούς της εποχής. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παραγωγή πολυτελών εκκλησιαστικών κωδίκων, τούς όποιους αντέγραψε και εικονογράφησε ο ί διος. ’Έγραψε επίσης διάφορα θρησκευτικά και ιστορικά κείμενα σε αρχαίζουσα γλώσσα. Είχε επαφές με εξέχουσες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ο Πηγάς, ο Λούκαρης και ο κωδικογράφος και Μητροπολίτης Ούγγροβλαχίας Λουκάς ο Κύπριος.Η σειρά κειμένων του Ματθαίου αρχίζει με μια αφιέρωση στον Έλληνα αξιωματούχο Ιωάννη Κατριτζή (= στ.1-88). Η Ιστορία που ακολουθεί (στ. 89-1324 στην ενιαία στιχαρίθμηση του Legrand) αναφέρεται σε μια σημαντική φάση στην ιστορία της Βλαχίας. Μετά την εξέγερση του Μιχαήλ του Γενναίου, η οθωμανική επικυριαρχία επιβλήθηκε π άλι στη Βλαχία και Μολδαβία, με έμμεσο όμως τρόπο, με βοεβόδες (ή γεμόνες) που ουσιαστικά διορίζονταν από τον σουλτάνο, διατηρούσαν ωστόσο κάποιο βαθμό αυτονομίας. Το ελληνικό στοιχείο, πού περιλάμβανε εμπόρους, αξιωματούχους και κληρικούς, αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη, παρ’ όλους τους διωγμούς που ξέσπασαν από καιρό σε καιρό. Προετοιμαζόταν έτσι το έδαφος για την κυριαρχία τού φαναριωτισμού. Τις καταστάσεις αυτές, τις είχε συνειδητοποιήσει ο Ματθαίος και τις περιγράφει με αρκετή ενάργεια. Σε αντίθεση με το χρονικό του Σταυρινοΰ, Ιστορία του Ματθαίου δεν έχει ως επίκεντρο κάποιο συγκεκριμένο ήρωα, ούτε βέβαια εκφράζει ένα ηρωικό ή επικό ήθος. Μέλημά του είναι να δείξει τις επεμβάσεις του Θεού στην ιστορία, και να προβάλει ιδιαίτερα τους βοεβόδες αυτούς, όπως ο Radu Mihnea και ο Γαβριήλ Movilä, που ακολουθούσαν μια πολιτική υποταγής στον σουλτάνο και υποστήριξης του ελληνικού στοιχείου. (Είναι φανερό από τα άλλα κείμενά του ότι ό Ματθαίος δεν αισθάνεται καμιά συμπάθεια για το οθωμανικό καθεστώς, προτιμά όμως την πολιτική αυτή απλώς για πρακτικούς λόγους). Μιλάει διεξοδικά ια την επίθεση του Τρανσυλβανού Μωϋσή Székely στη Βλαχία και την ήττα του από τον Radu Serban (1602-3), και γιέ την εισβολή του πρίγκηπα της Τρανσυλβανίας Γαβριήλ Bäthori το 1610, κατά την οποία ο Radu Serban έχασε τον θρόνο του. Αντικαταστάθηκε από τον Radu Mihnea, ό οποίος κατάφερε με οθωμανική βοήθεια να διώξει τον Τρανσυλβανό εισβολέα. Παρ’ δλο που τον επόμενο χρόνο ό Γαβριήλ ήττήθηκε οριστικά από τον Radu Serban, ό Θεός, λέει ό Ματθαίος, δεν επέτρεψε στον ηγέτη αυτόν να ξαναμπεί μόνιμα στην εξουσία, γιατί με τις «αταξίες» που έκανε είχε χάσει τη θεϊκή εύνοια' γίνεται ίσως νύξη για την πολιτική του Radu Serban να ζητήσει υποστήριξη από την Πολωνία.Κατά την ηγεμονία του Radu Mihnea (1611-6), η συνωμοσία του Bärcan εναντίον του βοεβόδα και των Ελλήνων της Βλαχίας γίνεται αφορμή στον Ματθαίο να διατυπώσει την περίφημη έκκλησή του στις δύο κοινότητες να αναπτύξουν καλύτερες σχέσεις. ’Αφιερώνει αρκετούς στίχους στα γεγονότα του 1615-6, οπότε μέλη της οικογένειας Movilä προσπάθησαν να αρπάξουν τον θρόνο της Μολδαβίας με την υποστήριξη των Πολωνών' οι Movilä καί οι σύμμαχοί τους ηττήθηκαν τελικά από τον Σκεντέρ πασά με τη βοήθεια του Radu Mi hnea, ό όποιος διορίστηκε τώρα βοεβόδας της Μολδαβίας.Στη Βλαχία τον διαδέχτηκε ό Αλέξανδρος Iliaÿ. Στην Ιστορία ό συγγραφέας τονίζει πώς ό Αλέξανδρος μισήθηκε από τον λαό γιατί δεν κατάφερε να περιορίσει την αρπακτικότητα των αξιωματούχων. Αφηγείται διεξοδικά την εξέγερση τοy Lupu Mchedinteanu, ό οποίος τον Μάιο του 1618 με τη βοήθεια στρατιωτών από την Τρανσυλβανία πήρε πραξικοπηματικά την εξουσία και διεξήγαγε έναν άγριο διωγμό εναντίον των «πραματευτάδων» και των «Ρωμαίων» της Βλαχίας — οι δύο κατηγορίες αυτές ήταν σε κάποιο βαθμό ταυτόσημες. Ένα από τούς στόχους του Lupu, σύμφωνα με τον Ματθαίο, ήταν να αρπάξει τις περιουσίες των έμπορων για να πληρώσει τους Τρανσυλβανούς στρατιώτες του. Η εξέγερση τελείωσε λίγους μήνες αργότερα με την ανάληψη της εξουσίας από τον Γαβριήλ Movilä με την υποστήριξη ενός οθωμανικού στρατεύματος. Ο Γαβριήλ, όπως τονίζει ό συγγραφέας, είχε αρνηθεί προηγουμένως (το 1616) να ενθρονιστεί ως βοεβόδας χωρίς την έγκριση του σουλτάνου. Ή Ιστορία τελειώνει με τη σύλληψη και εκτέλεση του Lupu από τον Σκεντέρ πασά. Ό αφηγητής εστιάζει διαδοχικά στους διάφορους ηγεμόνες, και τούς αξιολογεί σύμφωνα με τις δικές του πολιτικές και ηθικές αρχές. Όπως είδαμε, ή τελική πτώση του Radu Serban αποδίδεται στις «αταξίες» του (στ. 245). Ό Radu Mihnea παρουσιάζεται ως υπόδειγμα καλού ηγεμόνα, εν μέρει λόγω της μόρφωσης και της καταγωγής του' οι αρετές του που προβάλλονται από τον Ματθαίο είναι κυρίως πολίτικες και διπλωματικές. Επιδοκιμάζει επίσης τη στάση του Γαβριήλ Movilä. Για τη μοναδική γυναίκα που παίζει σημαντικό ρόλο στην αφήγησή του, τη δυναμική χήρα του βοεβόδα της Μολδαβίας Ιερεμία Movilä, ό συγγραφέας δεν δείχνει μεγάλη συμπάθ εια' για τις γυναίκες, λέει, είναι αταξία να διεγείρουν πόλεμον, και να γενούν σερδάροι (704-7). Γενικά, μέσα από την αφήγησή του ό Ματθαίος δίνει μια πειστική εικόνα των αλλαγών που συντελέστηκαν στη Βλαχία μετά τον θάνατο του Μιχαήλ (1601). Παρ’ όλο που το κείμενό του τυπώθηκε σαν συνέχεια της ιστορίας του Σταυρινού, ή πολιτική στάση του Μητροπολίτη διαφέρει ριζικά από αυτή του Βηστιάρη. Στις παρατηρήσεις του για τις σχέσεις μεταξύ Βλάχων και Ελλήνων ό Ματθαίος απευθύνει συμβουλές και στις δύο κοινότητες. Οι Βλάχοι, λέει, πρέπει να εκτιμούν τους Ρωμαίους» γιατί αυτοί ’ ναι όπ’ έγέμισαν τον κόσμον με σοφίαν, με γράμματα, με άρματα και με θεολογίαν. (417-8).Από την άλλη μεριά, οι "Έλληνες πρέπει να αλλάξουν την συμπεριφορά τους προς τους Βλάχους: [...] ή πλεονεξία σας τους κάμνει ρωμαιομάχους, και δεν μπορούν να σάς ίδούν μηδε ζωγραφισμένους' (434-5).Με τον τρόπο που παρουσιάζει τις διενέξεις αυτές ό Ματθαίος δείχνει με σαφήνεια πώς οι ταξικοί ανταγωνισμοί και τα οικονομικά συμφέροντα συμπλέκονταν με την εθνοτική διαφοροποίηση του ελληνόφωνου στοιχείου. Ή αφήγηση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρο επειδή ο συγγραφέας μιλάει για γεγονότα και καταστάσεις που γνώριζε ό ’ίδιος από κοντά. Ή έμμετρη Ιστορία του μπορεί να συγκριθεί μέ δύο πεζά κείμενα που έγραψε αρκετά χρόνια νωρίτερα, σε αρχαΐζουσα γλώσσα, για την εισβολή του Γαβριήλ Bâthori (1610-11), και που μπορούν να θεωρηθούν ως εμβρυακές μορφές του χρονικού. Στην τελική του μορφή το έργο μπορεί να ενταχθεί στη σειρά έμμετρων χρονικών που αποτελούν σημαντικό μέρος της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής του καιρού του.Το δεύτερο κείμενο της τριλογίας, οι Παραγγελίες (= στ. 1325-2358, 2775-2860) προς τον ’Αλέξανδρο Iliaÿ, αποτελείται από μια σειρά σύντομων ενοτήτων, σε καθεμία από τις οποίες προσφέρει συμβουλές για κάποιο συγκεκριμένο θέμα. Ασχολείται διεξοδικά με της σχέσεις του ηγεμόνα με την εκκλησία, με τον λαό του και με ξένους ηγεμόνες. Ό Μητροπολίτης τον συμβουλεύει μεταξύ άλλων να δικάζει αμερόληπτα, ακλουθώντας καταρχήν το εθιμικό δίκαιο του τόπου, να τιμά πάντα την υπογραφή του, να είναι ευσεβής, να μην αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις τις εκκλησίας (διορισμοί επισκόπων κλπ.), να μην κάνει κατάχρηση του κρασιού... Τονίζει ιδι ίτερα την ανάγκη για έργα φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης. ’Ανησυχεί για την έλλειψη μορφωτικών ιδρυμάτων στη Βλαχία, και προτείνει την ίδρυση ενός «σπουδαστηρίου» (κολλεγίου) στο οποίο θα αφιερώνονταν τα εισοδήματα ενός ολόκληρου χωριού. Αυτό που προβάλλεται από το κείμενο σαν σύνολο είναι ή εικόνα τού ιδανικού ορθόδοξου ηγεμόνα, όπως τον φαντάζεται ό Ματθαίος. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για την αναβίωση (ή επιβίωση) τού μοντέλου τού βυζαντινού αυτοκράτορα. Το έργο ανήκει σε ένα παλαιότατο λογοτεχνικό είδος, το λεγόμενο «καθρέπτη τού πρίγκ ηπα». ’Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, πολύ γνωστά την εποχή του Ματθαίου, ήταν τα Κεφάλαια τού ’Αγαπητού τού Διακόνου (6ος αί.), και ο υστεροβυζαντινός Σπανέας. Οι ομοιότητες όμως των κειμένων αυτών με το έργο τού Ματθαίου αφορούν κυρίους τή γενική θεματολογία' δεν μπορεί να αποδεδειχθεί ότι αποτέλεσαν άμεσες πηγές τού κειμένου τού Μητροπολίτη. Τό ίδιο ισχύει για τις Διδασκαλίες τού βοεβόδα της Βλαχίας Neagoe Μπασαράμπα (αρχές του 16ου αί.), οι οποίες θεωρούνται πρωτοποριακό κείμενο της ρουμανικής λογοτεχνίας. (Παλαιότερα ο Δ. Ρούσσος είχε διατ υπώσει τη θεωρία ότι ή ελληνική μετάφραση τού κειμένου αυτού οφειλόταν στον Ματθαίο, δεν βρίσκει όμως υποστήριξη από πιο πρόσφατες μελέτες).Ο Θρήνος περί της Κωνσταντινουπόλεως ( = στ. 2359-2764) είναι, χρονολογικά, ένα από τα τελευταία κείμενα τού είδους του, και διαφέρει αρκετά από άλλους γνωστούς θρήνους. Ό Ματθαίος δεν περιγράφει τα γεγονότα της Άλωσης, ούτε βέβαια τα δεινά των Χριστιανών αμέσως μετά την κατάκτηση. Θρηνεί, όμως, τη χαμένη δόξα της Πόλης, και ζητά από το Θεό να βάλει τέλος στα δεινοπαθήματα των Χριστιανών, ή τουλάχιστο να μετριά ει τη σκληρότητα των Τούρκων, μέχρι πού να έλθει ή μέρα της λύτρωσης' τον παρακαλεί να τιμωρήσει τούς βασανιστές των πιστών και, τέλος, τού ζητά να ανοίξει τα μάτια των Μουσουλμάνων για να δεχτούν κι αυτοί την αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Σε αντίθεση με τον συγγραφέα ενός παλαιότερου θρήνου, ό Ματθαίος δεν κάνει έκκληση ατούς ηγεμόνες της Δύσης ή της Ρωσίας' απεναντίας, στην εισαγωγή τού Θρήνου μιλάει σαρκαστικά για όσους περιμένουν βοήθεια από το εξωτερικό Κάι στηρίζουν τις ελπίδες τους στις σχετικές «ψευδοπροφητείες» πού κυκλοφορούσ αν. Το χωρίο αυτό έχει προσελκύσει την προσοχή των μελετητών' θυμίζει τη συμβουλή τού Βύρωνα, να «μη βασιστείτε στους Φράγκους για την απελευθέρωσή σας». Ή στάση όμως τού Ματθαίου είναι απλώς ή στάση ενός συντηρητικού κληρικού, ό οποίος θεωρεί τούς ’ίδιους τούς Χριστιανούς υπεύθυνους για την τραγική κατάσταση πού βρίσκονταν στην εποχή του.Στα σχόλιά του στο Θρήνο για την ισλαμική θρησκεία, ό Ματθαίος επαναλαμβάνει κάποιες αμφισβητήσιμες αντιλήψεις πού έχουν μια μακρόχρονη παράδοση στην αντιισλαμική πολεμική. Από την άλλη μεριά ξέρει πώς οι Μουσουλμάνοι αναγνωρίζουν τον ’Ιησού όχι ως Θεό αλλά ως προφήτη «σαν τούς προφήτας όλους» (2519-21). Τείνει να θεωρεί το Ισλάμ πιο πολύ ως αίρεση παρά ως ξεχωριστή θρησκεία. Ή γλώσσα τού Ματθαίου είναι βασικά ή δημώδης «κοινή» της εποχής. Τα στοιχεία πού φαίνονται να προέρχονται από το ιδίωμα της ιδιαίτερης πατρίδας τού συγγραφέα δεν είναι πολυάριθμα. Πολύ πιο σημαντική είναι ή επίδραση της λόγιας εκκλησιαστικής γλώσσας. Πολύ έντονη επίσης είναι ή παρουσία ρουμανικών δανείων. Πρόκειται για μια γλώσσα απόλυτα προσαρμοσμένη στίς νέες πολιτ σμικές καταστάσεις στις όποιες κλήθηκε να λειτουργήσει. Η τεχνοτροπία του Ματθαίου χαρακτηρίζεται από τη χρήση φορμουλαϊκών εκφράσεων, όπως και στο χρονικό του Σταυρινού. Ή τεχνική αυτή, καθώς και μερικές συγκεκριμένες φόρμουλές του, προέρχεται από την παλαιότερη λόγια και προφορική ποίηση. ’Άλλο χαρακτηριστικό του ύφους του Ματθαίου είναι ή χρήση επαναλαμβανόμενων φράσεων στην αρχή στίχων της ίδιας ενότητας, για ρητορικούς σκοπούς. Παραδείγματα είναι οι φράσεις «Ή μέθη είναι» και «Που είν(αι)» - ή τελευταία εισάγει το γνωστό μοτίβο το Ubi sunt, με αναφορά στα χαμένα μεγαλεία του Βυζαντίου. Ό στίχος «Ακόμη, εκλαμπρότατε, και τούτο να ποιήσεις» επαναλαμβάνεται στην αρχή των επιμέρους ενοτήτων των Παραγγελιών. Ο λόγος του Ματθαίου αποκτά ζωντάνια από τη συχνή χρήση ευθύ λόγου. Εντυπωσιάζει επίσης ό πλούτος των διακειμενικών αναφορών, κυρίως σε κείμενα της Άγιας Γραφής. Αρκετά συχνά κάνει ρητές «παραπομπές» σε συγκεκριμένα χωρία. Σε αντίθεση όμως μι τον Σταυρινό, οι διακειμενικές αναμνήσεις παλαιότερων δημωδών κειμένων είναι πολύ περιορισμένες αν όχι ανύπαρκτες. Τα κείμενα υτά δεν φαίνονται να έχουν σημαντική θέση στο νοητικό κόσμο του Ματθαίου.Και τα τρία στιχουργήματα του Ματθαίου εκφράζουν όψεις της ίδιας μεταβυζαντινής νοοτροπίας, και στο σύνολό τους μπορούν να θεωρηθούν (μεταφορικά) ως ένα είδος μανιφέστου του «Βυζαντίου μετά το Βυζάντιο», όπως τόσο εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τον Iorga.
Subject:
Subject (LC):
Notes:
Περιέχει σημειώσεις, Μνημόσυνο Νικολάου Μ. Παναγιωτάκη