A lead seal of Iohannes Faletrus, bishop of Malamocco/Chioggia (ca. 1162)

Part of : Θησαυρίσματα ; Vol.30, 2000, pages 21-23

Issue:
Pages:
21-23
Author:
Abstract:
Οι «μη δουκικές σφραγίδες», της μεσαιωνικής τουλάχιστον περιόδου της Βενετίας είναι σπάνιες. Επομένως η σφραγίδα που εξετάζεται είναι πολύ σημαντική, δεδομένου ότι ανήκει σε μια επισκοπή της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής σφαίρας της Βενετίας. Η βενετική καταγωγή της σφραγίδας είναι προφανής από την παρουσία του επιθέτου Faletrus, διακεκριμένης οικογένειας της πόλης. Δυο μέλη της αναδείχτηκαν σε δόγηδες κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Μια δεύτερη εκκλησιαστική φυσιογνωμία παρουσιάστηκε στην Chioggia τον Οκτώβριο του 1162. Το καταστα ικό γράφει: Johannes Faletrus Dei gratia cluiensis episcopus.Κατά τον 8o και τις αρχές του 9ου αιώνα η πόλη και η επισκοπή του Malamocco κατείχε εξέχουσα θέση ως χώρος συνεδριάσεων των επικεφαλής της λιμνοθάλασσας για την εκλογή του δόγη. Από το 810 το κέντρο εξουσίας μεταφέρθηκε στο Rivo Alto στη Βενετία κι έτσι το Malamocco παρήκμασε. Το 1107 καταστράφηκε, προφανώς από σεισμό, και η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε το 1110 στην Chioggia. Ο Johannes Faletrus της σφραγίδας είναι το ίδιο πρόσωπο που κατείχε την επισκοπική έδρα της Chioggia τον Οκτώβριο του 1162. Η άποψη ότι η σφραγίδα κατασκευάστηκε πριν τ μεταφορά της επισκοπής του Malamocco στην Chioggia το 1110 δε θεωρείται έγκυρη. Φαίνεται απίθανο ένας επίσκοπος της λιμνοθάλασσας να χρησιμοποιούσε μολύβδινη σφραγίδα προτού υιοθετηθεί το 1130 από τους δόγηδες. Ίσως δεν έχουμε ολοκληρωμένο κατάλογο των επισκόπων της Chioggia μετά το 1130, αλλά γνωρίζουμε ότι την έδρα κατείχε κάποιος Dominicus το 1139 και ύστερα κάποιος Felix II. Οι χρονολογίες είναι άγνωστες, ωστόσο δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια για άλλους κατόχους πριν τον Johannes κατά τη δεκαετία του 1160. Έτσι συμπεραίνεται ότι, αν και η επισκοπή του Malamocco είχε μεταφε ρθεί στην Chioggia το 1110, η μολύβδινη σφραγίδα αποδεικνύει την ύπαρξη του Malamocco ως τα τέλη της δεκαετίας του 1160.
Subject:
Subject (LC):
Notes:
I should like to note that this article was prepared in November of 1999 during a stay at the Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini di Venezia. I would like to thank Prof. Maltezou and her library staff for their assistance and the many kindnesses extended to me., Περιέχει σημειώσεις