Fishing at Mirabello : Nicolò Crasso’s Elpidio consolato and its Cretan background

Part of : Θησαυρίσματα ; Vol.26, 1996, pages 280-298

Issue:
Pages:
280-298
Author:
Abstract:
Ο Βενετός δικηγόρος και συγγραφέας Nicolò Crasso ήλθε στην Κρήτη το 1612-3 ως κρατικός υπάλληλος συνοδεύοντας τους Προβλεπτές-Εξεταστές στην Ανατολή, και έμεινε στο νησί έξι χρόνια περίπου. Στην διάρκεια της παραμονής του στον Χάνδακα συνδέθηκε με τους κύκλους των διανοουμένων του τόπου, και μεταξύ άλλων έγινε μέλος της Ακαδημίας των Stravaganti. Tο θεατρικό του έργο Elpidio consolato εκδόθηκε στη Βενετία το 1623, αν και είχε συντεθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, ίσως πριν από την αναχώρηση του συγγραφέα από τη μεγαλόνησο. Σκηνικό του δράματος είναι η περιοχή του Μεραμπέλου της ανατολικής Κρήτης. Πρόκειται για μια τραγικωμωδία που ανήκει στην παράδοση του «ποιμενικού» δράματος του Guarini, με τη διαφορά ότι εδώ οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι ψαράδες (favola marittima ή pescatoria). Η δράση τοποθετείται σε μια μυθοποιημένη αρχαιότητα, με νύξεις όμως για σύγχρονες καταστάσεις και ζητήματα (Μουσουλμάνοι πειρατές στο Αιγαίο, βενετική κυριαρχία στη θάλασσα, σχέσεις κρατικής και θρησκευτικής εξουσίας κλπ.). Η στάση του Crasso είναι έντονα φιλοβενετική, όπως άλλωστε είναι και στα άλλα του έργα.Η επιλογή του Μεραμπέλο υ ως σκηνικού έχει σχέση με το γεγονός ότι αρκετοί κάτοικοι της περιοχής ασχολούνταν με το ψάρεμα, και μάλιστα έρχονταν τακτικά στην πρωτεύουσα για να πουλήσουν τα ψάρια τους, όπως μας πληροφορεί στα απομνημονεύματά του ο δουκικός γραμματέας Ιωάννης Παπαδόπουλος. Η επιλογή αυτή μπορεί έτσι να παραβληθεί με τη χρήση ενός άλλου κρητικού τοπίου, του Ψηλορείτη, σε μια σειρά ιταλικών και ελληνικών κειμένων που περιλαμβάνει την Πανώρια του Χορτάτση, το επεισόδιο του Χαρίδημου στον Ερωτόκριτο και την Amorosa fede του Πάντιμου. Και στις δύο περιπτώσει οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της περιοχής φαίνεται να έχουν συμβάλει στην επιλογή της ως σκηνικού για μια μυθοποιημένη απεικόνιση της ζωής της υπαίθρου.
Subject:
Subject (LC):
Notes:
Περιέχει σημειώσεις, Much of the research for this article was done while I was a guest at the Hellenic Institute for Byzantine and Post-Byzantine Studies in Venice for short periods in 1991, 1994 and 1995. The author would like once again to thank the Institute and its director, Professor N.M. Panagiotakis, for their generous hospitality, friendship and professional assistance.