The golden kylix inv. no. 2108 of the Benaki Museum : Technical report

Part of : Μουσείο Μπενάκη ; Vol.8, 2008, pages 39-61

Issue:
Pages:
39-61
Parallel Title:
Η χρυσή κύλικα του Μουσείου Μπενάκη αρ. ευρ. 2108 : τεχνική μελέτη
Section Title:
Articles
Author:
Abstract:
Με αφορμή την πρόσφατη μελέτη της Ειρήνης Παπαγεωργίου για τη χρυσή κύλικα αρ. ευρ. 2108 του Μουσείου Μπενάκη, κρίθηκε απαραίτητη η διερεύνηση της αυθεντικότητάς της μέσω της εξέτασης της τεχνολογίας κατασκευής, της διακόσμησης, της χημικής σύστασης του μετάλλου και της συνολικής κατάστασης διατήρησής της, καθώς και η ακριβέστερη χρονολόγηση του έργου που τοποθετείται στη μυκηναϊκή περίοδο, με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά του. Καθοριστικό ρόλο στην όλη αυτή προσπάθεια διερεύνησης έπαιξε και η συσχέτιση των τεχνικών και των χημικών χαρακτηριστικών της κύλικας με αντικείμενα συγγενή, όσον αφορά το μέταλλο, το σχήμα και την πιθανή εποχή κατασκευής της. Επιλέχθηκαν τέσσερις χρυσές κύλικες (αρ. ευρ. 959, 957, 656, 427) και ένα χρυσό κύπελλο (αρ. ευρ. 8743) μυκηναϊκής περιόδου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, καθώς και επτά χρυσά κοσμήματα από τον Θησαυρό της Θήβας (αρ. ευρ. 2063, 2070, 2079, 2069α, 2080, 2068), μαζί με δύο χρυσά αντικείμενα (αρ. ευρ. 27515, 27516, Δωρεά Imre Somlyan) του Μουσείου Μπενάκη. Η κύλικα είναι κατασκευασμένη από τέσσερα ξεχωριστά φύλλα χρυσού, κατάλληλα μορφοποιημένα με την τεχνική της σφυρηλάτησης και ενωμένα. Τα τρία μέρη (σώμα, πόδι και βάση) είναι προσαρμοσμένα το ένα στο άλλο με σκληρή κόλληση, ενώ η λαβή με διακοσμητικά καρφιά (πλατιές εφηλίδες με πατούρα). Το σώμα κοσμείται με τρεις ανάγλυφους σκύλους, δουλεμένους κυρίως από την εξωτερική τους επιφάνεια, ενώ η λαβή με έκτυπα φύλλα κισσού, όπου έχει χρησιμοποιηθεί εργαλείο που φέρει στην απόληξή του το συγκεκριμένο σχήμα.Οι τεχνικές μορφοποίησης, διακόσμησης και σύνδεσης στην κύλικα χρονολογούνται από πολύ παλιά και δεν είναι τυχαίο ότι αναγνωρίστηκαν και στα άλλα αντικείμενα της μυκηναϊκής περιόδου. Υπάρχουν όμως ορισμένες ενδείξεις που θέτουν κάποιο προβληματισμό για τη γνησιότητα του αντικειμένου. Οι ενδείξεις αυτές αφορούν ειδικότερα τον αρχικό τρόπο κατασκευής της λαβής και της σύνδεσής της με το σώμα της κύλικας, το είδος της κόλλησης, τη σύσταση του μετάλλου κατασκευής, καθώς και τη γήρανση και τη φθορά της επιφάνειας. Αποδίδονται είτε σε τεχνολογικές εξαιρέσεις για την εποχή, είτε σε μη προσεγμένες εργασίες κατασκευής (κακοτεχνίες), ή ακόμη σε πιο σύγχρονες επεμβάσεις με σκοπό άλλοτε την επισκευή και άλλοτε την ηθελημένη μίμηση αρχαίων τεχνικών.Συγκεκριμένα, το πολύ μικρό κεντρικό ίχνος στην εσωτερική και την εξωτερική επιφάνεια της βάσης του σώματος υποδηλώνει, είτε τη στίλβωση επάνω στον τόρνο (διαδικασία όμως περισσότερο διαδεδομένη από τον 5ο αι. π.Χ. και μετά), είτε τη χρήση διαβήτη για λόγους αναφοράς σε διάφορες μετρήσεις κατά τα στάδια της μορφοποίησης.Τα εξώγλυφα παράλληλα ίχνη που εντοπίστηκαν στη λαβή της κύλικας ίσως παραπέμπουν σε πιο σύγχρονο τρόπο παραγωγής μεταλλικών φύλλων, υποδεικνύοντας τη χρήση κυλίνδρου, ο οποίος είχε ευρεία χρήση από τον 16ο αι., ή σύγχρονη επισκευή του συγκεκριμένου τμήματος.Ο τρόπος κατασκευής του σώματος της κύλικας από ένα ενιαίο φύλλο χρυσού είναι, από άποψη τεχνικής, συμβατός με την κατασκευή κοίλων αντικειμένωνκύλικες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, οι οποίες φέρουν πρόσθετο τμήμα στο σώμα τους. Το στοιχείο αυτό (το οποίο όμως μπορεί να θεωρηθεί ως εξαίρεση), μαζί με τον τρόπο κατασκευής του χείλους (στην εξωτερική επιφάνεια του οποίου εντοπίστηκαν ίχνη που αποδίδονται σε σύγχρονη πένσα και όχι σε σφυρηλάτηση), καλλιεργεί κάποιες επιφυλάξεις ως προς την αυθεντικότητα του αντικειμένου. Βέβαια, στην περίπτωση του χείλους τα ίχνη αυτά θα μπορούσαν να οφείλονται σε νεότερη επισκευή και όχι σε σύγχρονο τρόπο κατασκευής.Η μορφή των καρφιών (πλατιές εφηλίδες ημισφαιρικού σχήματος με πατούρα), καθώς και ο τρόπος στερέωσής τους –ιδίως των δύο με γύρισμα του ενός άκρου τους στο τέλος– διαφοροποιούνται από τα καρφιά των τεσσάρων κυλίκων (πλατιές εφηλίδες χωρίς πατούρα) και τον τρόπο προσαρμογής τους (με μικρού μεγέθους και κυκλικού σχήματος εφηλίδες). Επίσης ο τρόπος κατασκευής των καρφιών (κοπή και λιμάρισμα των κεφαλών και του άκρου της ράβδου με ψαλίδι) είναι διαφορετικός και όχι τόσο διαδεδομένος τη μυκηναϊκή περίοδο. Η διαφορά θα μπορούσε να αποδοθεί σε μεταγενέστερη επέμβαση, εάν η κύλικα είχε ανακαλυφθεί με κατεστραμμένους συνδέσμους. Όμως η χημική ανάλυση του μετάλλου κατα¬σκευής των συνδέσμων δεν απέδειξε κάτι τέτοιο.Η κόλληση (κράμα χρυσού - αργυρού - χαλκού), βάσειτης σύστασης της, μπορεί να θεωρηθεί αυθεντική, παρότιτο χρώμα της διαφέρει από αυτό της κόλλησης που έχειχρησιμοποιηθεί στις άλλες κύλικες (πιθανότατα έχειεπιλεγεί ένα κράμα με αυξημένο ποσοστό χαλκού ή ηκολλοειδής σκληρή κόλληση). Άλλωστε τέτοια κράματαήταν διαδεδομένα στην αρχαιότητα. Το υψηλό σημείοτήξης όμως, λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας σε άρ¬γυρο και χαλκό, είναι στοιχείο που συμφωνεί με ένα πιοσυμβατικό ίσως νεότερο είδος σκληρής κόλλησης.Το μέταλλο κατασκευής της κύλικας είναι σκληρόσε αντίθεση με τις κύλικες του Εθνικού ΑρχαιολογικούΜουσείου, όπου ο χρυσός φαίνεται πιο εύπλαστος, χαρα¬κτηριστικό της φυσικής γήρανσης ενός σκληρού αρχικάμετάλλου από τα επαναλαμβανόμενα στάδια ψυχρηλα-σίας, με λεπτά στρώματα διάβρωσης.Οι μικρορωγμές και οι “κρύσταλλοι" που παρατηρή¬θηκαν στην επιφάνεια της κύλικας, καθώς και το ζάρωματου μετάλλου δεν εντοπίστηκαν και στα αντικείμενα τουΕθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι ενδείξεις αυτέςσυνιστούν μάλλον αποτέλεσμα είτε μη ελεγχόμενων τεχνικών μορφοποίησης και καθαρισμού, είτε επιδιωκόμενης προσπάθειας μίμησης ενός μετάλλου με “ρωγμώδηδιάβρωση" και γερασμένη όψη.Στην περίπτωση, πάντως, που τα παραπάνω χαράκτηρι-στικά οφείλονται σε κακοτεχνία, παρουσιάζει ενδιαφέροντο γεγονός ότι η λείανση και η στίλβωση, που προφανώςακολούθησαν και ολοκλήρωσαν την κατασκευή, δεν ταεξάλειψαν -ούτε καν τα εξομάλυναν-, καθώς και το ότιήταν καθαρά παρατηρήθηκαν ως ένδειξη τέτοιων διεργασιών, πρέπειπιθανώς να αποδοθούν στη χρήση γυαλόχαρτου - το οποίοβέβαια δεν κατατάσσεται στην κατηγορία των αρχαίωνλειαντικών, αλλά ίσως συνιστά νεότερη επέμβαση.Το κοκκινωπό υλικό που παρουσιάζεται σε κάποιες περιοχές της επιφάνειας, ενδεχομένως συνδέεται με ίχνηχώματος από το περιβάλλον ταφής, χωρίς τα ίχνη αυτάβέβαια να αποτελούν αξιόπιστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την παραμονή του αντικειμένου για μεγάλοχρονικό διάστημα στο έδαφος. Η λιπαρή υφή του υλικούπαραμένει ανερμήνευτη.Όσον αφορά το κράμα κατασκευής της κύλικας είναιυψηλής καθαρότητας, με πολύ μικρά ποσοστά αργυρούκαι χαλκού. Ένα τέτοιο κράμα με αυτά τα ποσοστάεντάσσεται είτε στην κατηγορία του αυτογενούς χρυσού, είτε στην κατηγορία του εξευγενισμένου χρυσού. Ηαλήθεια είναι ότι τέτοια ποσοστά ανιχνεύονται συχνότερα σε εξευγενισμένο χρυσό, καθώς οι περισσότερεςμέχρι τώρα αναλύσεις της σύστασης αντικειμένων πουχρονολογούνται σε περιόδους πριν από την εποχή τηςνομισματοκοπίας —συμπεριλαμβανομένων και αυτώντου Αρχαιολογικού Μουσείου— διαφοροποιούνται απόεκείνες αντικειμένων που ανήκουν σε μεταγενέστερεςπεριόδους, ακόμα και σε σύγχρονες. Παρά ταύτα, ο χρυσός της κύλικας και η περιεκτικότητα του σε άργυρο θαμπορούσε να καταταχθεί στις εξαιρέσεις για πρωτογενήχρυσό, εφόσον ο αριθμός των αναλυμένων αντικειμένωνμε πιστοποιημένη προέλευση και χρονολόγηση για τηνπερίοδο που μας ενδιαφέρει είναι πολύ περιορισμένος, ώστε να έχει κανείς ολοκληρωμένη άποψη για τη σύσταση του πρωτογενούς χρυσού.Με βάση τον γενικότερο προβληματισμό που υπάρχει, καθώς και τη διατύπωση τόσο πολλών αντικρουόμενων απόψεων γίνεται προφανής η δυσκολία τόσο ως προς την οριστική επίλυση του ζητήματος της γνησιότητας της κύλικας του Μουσείου Μπενάκη, όσο και ως προς την ένταξη της σε ενιαίο σύνολο με κοινά στυλιστικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά.
Subject:
Subject (LC):
Electronic Resources: