Προυνικός (προύνικος, προύνεικος u.s.w.) aus πορνικός mehr als überzeugend
Part of : Ελληνικά : φιλολογικό, ιστορικό και λαογραφικό περιοδικό σύγγραμμα ; Vol.30, No.1, 1977, pages 73-83
Issue:
Pages:
73-83
Author:
Subject:
Subject (LC):