Interpretation der Aristophanesrede im Symposion Piatons
Part of : Πλάτων : περιοδικό της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων ; Vol.Κ, No.39-40, 1968, pages 194-207
Issue:
Pages:
194-207
Author:
Abstract:
1.—Ό 'Αριστοφάνης ώς συνομιλητής εις το Συμπόσιον.Έν αρχή καί προ της κυρίως ερμηνείας του άριστοφανείου λόγου εξετάζονται δύο βασικά προκαταρκτικά θέματα : δια ποίους λόγους ό Πλάτων εισάγει τον 'Αριστοφάνη ώς συνομιλητήν εις το Συμπόσιον και εάν και κατά πόσον σύμφωνη ό πλατωνικός Αριστοφάνης προς τον πραγματικόν. Προς τούτο ερευνώνται αϊ σχέσεις του μεγάλου κωμωδιογράφου προς τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Έν αναφορά προς τον Σωκράτη, μετά σύντομον ίστορικήν άνασκόπησιν, γίνεται δεκτον ότι ναί μεν πιθανώτατα δέν υπήρξε προσωπική έχθρότης μεταξύ των δύο ανδρών, όμως δέν θα πρέπη να θεωρηθή το Συμπόσιον ώς μαρτυρία μιας «εύθυμου καί αβίαστου» συναναστροφής των. Δια τον προσδιορισμόν της στάσεως του Πλάτωνος έναντι του 'Αριστοφάνους θεωρείται ότι ή μομφή κατά του 'Αριστοφάνους έν τή «Άπολογία (18 C—D, 19 C) οφείλεται εις τήν άντιπροσωπευτικήν δια το πνεύμα τής εποχής αντίθεσιν του κωμωδιογράφου προς τον άγαπητον διδάσκαλον του Πλάτωνος. Διαπιστούται δέ δτι ό ώριμώτερος Πλάτων του Συμποσίου διεΐδε και ανεγνώρισε τήν ίδιοφυίαν του 'Αριστοφάνους, παρ' όλην τήν διαφοράν αντιλήψεων ή οποία τους έχώριζε, ώστε νά του θέτη εις το στόμα ένα τόσον βαθυστόχαστον καί πρωτότυπο ν λόγον. Έν συνεχεία παρατηρείται ότι ό πραγματικός 'Αριστοφάνης δέν θα έπλεκε ποτέ το έγκώμιον του παιδικού έρωτος καί ακόμη ότι είναι άπίθανον ότι θα ελάμβανε μέρος εις συγκέντρωσιν του περί τον Σωκράτη κύκλου, εκ τούτων δε συνάγεται ότι ή «όμοιότης» τοΰ πλατωνικού προς τον πραγματικόν 'Αριστοφάνη περιορίζεται μόνον εις τήν μορφήν τοΰ άριστοφανείου λόγου, ό όποιος έν πολλοίς αποτελεί μίμησιν άριστοφανείου κωμωδίας. Τέλος, ώς κύριοι λόγοι τής εισαγωγής του 'Αριστοφάνους εις το Συμπόσιον θεωρούνται, πρώτον, ή πρόθεσις του Πλάτωνος να είναι παρών ό «άντισωκρατικος» ποιητος όταν εκτίθεται ή περί έρωτος φιλοσοφία του καί ό 'Αλκιβιάδης παρουσιάζη τον Σωκράτη όπως αυτός πράγματι υπήρξε, καί δεύτερον, ή σκοπιμότης όπως, διά τής εισαγωγής καί ομιλίας τοΰ «ελευθερόστομου» 'Αριστοφάνους, προδιατεθή ό αναγνώστης τοΰ Συμποσίου δια μίαν άνευ «ηθικών» προκαταλήψεων έξέτασιν όλων τών απόψεων τοΰ έρωτος.2.—Ό μύθος ώς πυρήν του άριστοφανείου λόγου.Ό μΰθος τού άριστοφανείου λόγου αποτελεί τον σύνδεσμον μεταξύ τής φιλοσοφίας καί τής ποιήσεως. Ό Πλάτων καταφεύγει εις τον μύθον, διότι ό λόγος δεν έξαρκεί προς έρμηνείαν της δυνάμεως (Συμπόσιον 189 C) του έρωτος. Ή πρωτοτυπία του άριστοφανείου μόθου έχει άμφισβητηθή, διότι ούτος παρουσιάζει ομοιότητας προς θεωρίας των προσωκρατικών, κατά τινας δε ακόμη και προς περσικάς κοσμογονίας. Έάν δμως άναστρέψη κανείς τον μύθον, θα ήδύνατο να ύποθέση πώς ό Πλάτων ώδηγήθη εις την κατασκευήν του. Πιθανώτατα λοιπόν «ξεκίνησε ό Πλάτων άπο το συναίσθημα ένότητος το όποιον κατέχει τους ερωτευμένους και εξωτερικεύεται χαρακτηριστικώς μέ τον έναγκαλισμόν των καί έκ τούτου έδημιούργησε κατά το πρότυπον του ερμαφρόδιτου τους διπλούς εκείνους ανθρώπους. Πρώτον δε κατά την διάνθισιν πλέον του μύθου έχρησιμοποίησε ιδέας τών προσωκρατικών, τάς οποίας μάλιστα εις μερικά σημεία και παροιδεί.3.—Ή ερμηνεία : Φύσις και παθήματα.Έν αρχή αποκρούεται ώς άστοχος ό χαρακτηρισμός «τραγική κωμωδία» τον όποιον δίδει ό Krueger εις τον άριστοφάνειον λόγον, διότι ή τραγικότης δεν αποτελεί «παράδοξον ιδιότητα» της αρχαίας κωμωδίας, όπως εννοεί ό Krueger, άλλ' αντιθέτως θεωρείται και δια τον πραγματικόν 'Αριστοφάνη και δια τον Πλάτωνα πρωταρχικόν στοιχεΐον της. Τοΰτο αποδεικνύεται μέ μίαν σύντομον άναφοράν εις τάς άριστοφανείους κωμωδίας και εις τα σχετικά χωρία του Συμποσίου (223 D) και του «Φιλήβου» (48 Α, 50 C). Μετά τήν έρμηνείαν του πνευματώδους επεισοδίου μεταξύ 'Αριστοφάνους καί Έρυξιμάχου εξετάζεται ή δομή του άριστοφανείου λόγου. Ούτος αποτελείται έκ δύο τμημάτων, τον μΰθον καί τα εξ αύτοΰ συμπεράσματα, ό δε μύθος πάλιν διαιρείται εις δύο μέρη, τήν περιγραφήν της αρχαίας φύσεως τών ανθρώπων και τήν διήγησιν τών παθημάτων της. Έν συνεχεία εξαίρεται ή παραστατικότης του μύθου ώς έκ της οποίας οι αφύσικοι αυτοί «πρωτάνθρωποι» καί τά παθήματα των αποκτούν άληθοφάνειαν καί επισημαίνεται δτι τυχόν άσυνέπειαι ή ατελείς σκέψεις τοϋ μύθου δεν πρέπει να εξετασθούν ώς τοιαΰται, διότι έν προκειμένω ενδιαφέρει ό μϋθος ώς σύνολον καί άναφορικώς προς τον σκοπόν του. Τά συμπεράσματα τοϋ μύθου διακρίνονται εις εκείνα τά όποια εκθέτει ό 'ίδιος ό 'Αριστοφάνης καί εις εκείνα τά όποια εξάγει ό αναγνώστης του έργου έρμηνεύων το κείμενον. "Οθεν καταχωρούνται εις επτά σημεία τά συμπεράσματα του ιδίου του 'Αριστοφάνους καί έν συνεχεία αναζητείται ή άπωτέρα σημασία του λόγου του. Κεντρικός άξων τοϋ λόγου θεωρείται ή Ευσέβεια, διότι ό,τι οι άνθρωποι ηθικώς αποδοκιμάζουν μόνον μέσω της θρησκείας είναι δυνατόν να άποκατασταθή. Ούτω ό άριστοφάνειος λόγος καταφάσκει τον έρωτα αποδίδων εις αυτόν την σημασίαν εκδηλώσεως ευσέβειας καί επιστροφής προς τήν «άρχαίαν φύσιν» τοϋ άνθρωπου. Παρά ταΰτα παρατηρείται καί ένταΰθα ή τυπικώς άριστοφάνειος άντίθεσις, άφ' ενός μεν να συνιστάται ευσέβεια, άφ' έτερου δε να διακωμωδώνται οι θεοί. Περαιτέρω διαπιστούται οτι ό ορισμός του έρωτος έν 192 Ε αποδίδει γνησίαν πλατωνικήν άντίληψιν, ώστε ή Διοτίμα άργότερον εν 265 D—Ε δέν αναιρεί τούτον, άλλα τον συμπληροί. Μολονότι ή γενετική ερμηνεία του έρωτος, δπως εκτίθεται εν τω άριστοφανείω μύθω, άφίνει καθ' εαυτή άνέπαφον το θέμα της ηθικής αξιολογήσεως του μεταξύ ομοφύλων έρωτος, εν τούτοις προκύπτει το ερώτημα, εάν ό Πλάτων ενταύθα έπιδοκιμάζη τούτον ή όχι. Ό Krueger υποστηρίζει ότι ό μύθος αποτελεί κριτικήν κατά του παρά φύσιν έρωτος, ένώ ό Kelsen αντιθέτως διαβλέπει εν αύτω προσπάθειαν του Πλάτωνος να άποκατασταθή ό μεταξύ ανδρών έ'ρως καί «να άρθή εξ αύτου το δνειδος δτι είναι παρά φύσιν». Έπ' αύτου παρατηρείται ότι ή ορθή σημασία του μύθου πρέπει να άναζητηθή εν τη αντινομία ή οποία χαρακτηρίζει τον άριστοφάνειον λόγον. Συγκεκριμένως ό πλατωνικός 'Αριστοφάνης έπρεπε να έγκωμιάση τον παιδικον έρωτα, ό όποιος ακριβώς αποδοκιμάζεται άπο τον πραγματικον 'Αριστοφάνη. Το ούτω δημιουργούμενον χάσμα προσπαθεί ο Πλάτων να γεφύρωση δια της καθολικότητος του λόγου. Πράγματι, κατ' αντίθεσιν προς τους άλλους λόγους, έξισουνται ενταύθα κατ' αρχήν τα δύο φυλά εν σχέσει προς τον έρωτα, αναφερομένου μάλιστα και του λεσβιακού έρωτος. Ή καθολικότης αύτη συμπληρουται άπο τον εντελώς άτομικον χαρακτήρα, ό όποιος δίδεται εις τον έρωτα έν 193 C. Τέλος, αι ψυχολογικαί παρατηρήσεις εν 192 C—D, αί σχετικαί προς το τί θέλουν αι ψυχαί τών ερωτευμένων, ανήκουν εις τάς βαθυτέρας περί του θέματος σκέψεις όχι μόνον του Συμποσίου, άλλα και γενικώς της αρχαίας λογοτεχνίας, όπως γράφει ό Zeller.4.—Ή σχέσις μεταξύ του άριστοφανείου καί των άλλων λόγων του Συμποσίου.Μολονότι ό 'Αριστοφάνης εξετάζει, όπως ό Έρυξίμαχος, τον έρωτα ώς φυσικον φαινόμενον, απομακρύνεται κατά πολύ εκείνου ασχολούμενος μόνον με τον άνθρωπον καί όχι με όλον τον ζωϊκον κόσμον. Τήν διάκρισιν τών δύο ειδών του έρωτος, τήν οποίαν εισάγει ό Παυσανίας και αποδέχεται ό Έρυξίμαχος, δέν παραλαμβάνει ό 'Αριστοφάνης, διότι ακριβώς ενοποιεί όλας τάς μορφάς του έρμηνεύων ταύτας εξ ενός σημείου πέραν πάσης εμπειρίας, εκ της υποθέσεως των διπλών ανθρώπων. Ούτω δεικνύει ό 'Αριστοφάνης, ότι ϊσως μόνον δια τοιαύτης κατασκευής θα ήτο δυνατόν νά εξηγηθούν δλαι αί εκφάνσεις του έρωτος. Το διαφορετικον («άλλη» 189 C) έν σχέσει προς ό,τι ήδη ελέχθη, το όποιον προαναγγέλλεται έν αρχή του άριστοφανείου λόγου, συνίσταται εις το ότι ούτος ερείδεται επί αυτοτελούς, ώλοκληρωμένου καί πρωτοτύπου μύθου, ό όποιος περιγράφει όχι τήν φύσιν του έρωτος άλλα τήν φύσιν του άνθρωπου, εκ της έρεύνης δε της τελευταίας συνάγει ό Αριστοφάνης τήν ίδικήν του έξήγησιν διά τον έρωτα. 'Αναζητών κανείς τυχόν «άδυναμίαν» του άριστοφανείου λόγου θα πρέπη νά εκκίνηση άπο τήν άδυναμίαν δλων τών λόγων του Συμποσίου, περί τής οποίας ομιλεί ό Σωκράτης εν 198 C—199 Β, ότι δηλαδή ούτοι δέν λέγουν τήν «άλήθειαν» περί του έρωτος. Γεννάται όμως το ερώτημα τι εννοεί ό Σωκράτης ενταύθα με την λέξιν αλήθεια και μήπως θα ήτο δυνατόν να τύχουν έν προκειμένω εφαρμογής αι διακρίσεις, τάς οποίας ποιείται ό Heidegger, ερευνών την έννοιαν της αληθείας είς την «Πολιτείαν» του Πλάτωνος. Kαι τούτο διότι ό άριστοφάνειος και οι λοιποί λόγοι των συνομιλητών του Σωκράτους περιλαμβάνουν αναμφιβόλως αληθείας, ώστε ό χαρακτηρισμός «ψευδής» να ήδύνατο να λάβη την εννοιαν του «μονομερούς» ή «ελλιπούς», έν αντιθέσει προς τον ώλοκληρωμένον, «ά-ληθή» λόγον της Διοτίμας.
Subject:
Subject (LC):
References (1):
- Bury, R. G•, The Symposion of Plato, ed. with a commentary. 2. Aufl. Cambridge 1932.Friedländer, P., Platon. 3. Bände : I. Bd. 3. Aufl. Berlin 1964 ; II. Bd. 3. Aufl. Berlin 1964 ; III. Bd. 2. Aufl. Berlin 1960.Heidegger, M•, Piatons Lehre von der Wahrheit. Bern 1947.Krüger, G., Einsicht und Leidenschaft. Das Wesen des platonischen Denkens. 2. Aufl. Frankfurt 1948.Leisegang, H., Piaton. In : Pauly - Wissowas Real - Enzyklopädie, 20. Band, Sp, 2342—2537. Stuttgart 1950.Rettig•, G. F . , Piatons Symposion. Halle 1876.Ritter, C., Piaton, sein Leben, seine Schriften, seine Lehre. I. Bd. München 1910, IL Bd. München 1923.Robin, L-, Le banquet. 5. Aufl. Paris 1951.Sykoutris, J., Platonos Symposion. 2. Aufl. Athen 1949.Theodorakopoulos, J., Εισαγωγή στον Πλάτωνα. 3. Aufl. Athen 1958.Diels, H-, Die Fragmente der Vorsokratiker. 3 Bände, 4. Aufl. Berlin 1922.Gomperz, H., Sophistik und Rhetorik. Leipzig und Berlin 1912, Nachdruck Darmstadt 1965.Lord, L• E., Aristophanes, his plays and his influence. New York 1963.Murray, G., Aristophanes, a study. Oxford 1933.Roggers, Β. B., The Birds of Aristophanes, greek text with translation, introduction and commentary. London 1906.Starkie, W. J. M., The Clouds of Aristophanes. Introduction, text and English translation. London 1911, Nachdruck Amsterdam 1966.Strauss, L., Socrates and Aristophanes. New York 1966. Süss, W., Aristophanes und die Nachwelt. Leipzig 1911.Teuffel, W• S., Die Wolken des Aristophanes. Leipzig 1867.