An historical-materialist critique of the planning models for urban and regional space

Part of : Πόλη και περιφέρεια : έκδοση μελετών του χώρου ; No.4-5, 1982, pages 73-92

Issue:
Pages:
73-92
Parallel Title:
Μια ιστορικο-υλιοτική κριτική των μοντέλων προγραμματισμού για το αστικό και περιφερειακό χώρο
Author:
Abstract:
Τα μη ιστορικο-υλιστικά μοντέλα προγραμματισμού του αστικού και του περιφερειακού χώρου ανήκουν στο ή συνδέονται άμεσα με το πεδίο της λεγόμενης ανθρώπινης γεωγραφίας, γι αυτό και η κριτική τους περνάει μέσα από την κριτική της τελευταίας. Ιστορικά, το αντικείμενο της γεωγραφίας πήρε τρεις διαφορετικές μορφές: α. μελέτη της «επιδερμίδας» της γης, β. μελέτη της σχέσης ανθρώπου και φύσης και γ. μελέτη της χωρικής οργάνωσης. Το πρώτο αντικείμενο υποτάσσει τη γεωγραφία στη φυσική γεωγραφία. Το δεύτερο, απαιτεί μια ακατόρθωτη σύνθεση φυσικής και «ανθρώπινης» γεωγραφίας. Μόνο το τρίτο αντικείμενο επιτρέπει τη σύσταση μιας συνεπούς «ανθρώπινης», σωστότερα κοινωνικής γεωγραφίας, και την απελευθέρωση της από τον εμπειρικό θετικισμό και από εμπειρικούς συσχετισμούς που παρουσιάζονται τάχα σα μια γενική σύνθεση. Η σωστή τοποθέτηση αυτού του αντικειμένου είναι η ταύτιση του με ένα κοινωνικό χώρο, προϊόν της άρθρωσης του κοινωνικού σχηματισμού με το γεωγραφικό χώρο. Ο α-χωρικός κοινωνικός σχηματισμός (συνολική κοινωνική δομή) μπορεί να ιδωθεί σαν ένα σύνολο συνιστωσών, επιπέδων, που αρθρώνονται μεταξύ τους ιεραρχικά και διαλεκτικά, δηλαδή αντιφατικά. Θεωρούμε ότι το ρυθμιστικό ρόλο στο κοινωνικό σχηματισμό παίζει η βάση του. δηλαδή το αλληλοσυσχετισμένο σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, και ότι ο παράγοντας κλειδί της βάσης, και του κοινωνικού σχηματισμού, είναι οι παραγωγικές δυνάμεις (χωρίς να αγνοούμε τις συζητήσεις γύρω από τον καθοριστικό ρόλο των σχέσεων παραγωγής). Η άρθρωση κάθε επιπέδου του α-χωρικού κοινωνικού σχηματισμού και κάθε uno-επιπέδου του με το γεωγραφικό χώρο οδηγεί σ' ένα σύνολο διαφορετικών κι αλληλοσυσχετισμένων χώρων, που έτσι κοινωνικοποιούνται κι ενσωματώνονται στον κοινωνικό σχηματισμό. Ενας απ' αυτούς τους χώρους είναι ο χώρος των κοινωνικών χρήσεων, των λειτουργιών, ο λειτουργικός χώρος. Πιστεύουμε ότι θα πρέπει να μελετηθεί από μια εξειδικευμένη μερική επιστήμη, τη λειτουργική γεωγραφία ή χωρολογία. Αυτός ο χώρος συμπίπτει με τον εμπειρικά καθορισμένο «φυσικό» χώρο των προγραμματιστών. Η προηγούμενη ανάλυση κάνει φανερή την ανάγκη ένταξης της ανθρώπινης γεωγραφίας στις κοινωνικές επιστήμες και ειδικότερα στην ιστορικο-υλιστική κοινωνιολογία. Δείχνει επίσης ότι η ανθρώπινη γεωγραφία προσφέρει την καταλληλότερη επιστημολογική βάση για την κατασκευή μοντέλων χωρικού προγραμματισμού. Τέλος, είναι απαραίτητη για να γίνει σαφής η κριτική των αστικών και περιφερειακών μοντέλων προγραμματισμού που θα ακολουθήσει. Αυτή η κριτική ισχύει και γενικότερα για όλο το πεδίο των μη ιστορικο-υλιστικών μοντέλων, μικρο- ή μακρό- μοντέλων, μοντέλων προγραμματισμού ή όχι, χωρικών ή όχι. Οι αδυναμίες των μη ιστορικο-υλιστικών μοντέλων προγραμματισμού του χώρου είναι οι παρακάτω: α. Ο χώρος θεωρείται σαν ένα σύνολο εμπειρικών οικονομικών ή βασικά οικονομικών στοιχείων, που ανήκουν σε διαφορετικά ιεραρχικά οικονομικά επίπεδα. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι τα στοιχεία των μοντέλων και τα uno-μοντέλα τους πρέπει να ακολουθήσουν τα επίπεδα ανάλυσης του κοινωνικού σχηματισμού, όπως προκύπτουν από την ιστορικο-υλιστική προσέγγιση. β. Οι σχέσεις μεταξύ στοιχείων είναι εμπειρικές, φονξιοναλιστικές ή/και μηχανιστικές. Αναλύονται με βάση τις έννοιες «συσχετισμός», «αιτιοκρατική σχέση», «πιθανοκρατικη σχέση», «ανατροφοδότηση» και «αντίθεση», που απορρέουν από την αναλυτική σκέψη και δεσμεύονται από μια συγχρονική οπτική. Αντίθετα, οι σχέσεις των μοντέλων πρέπει ν αναλυθούν με βάση την έννοια της αντίφασης, που απορρέει από τη διαλεκτική σκέψη και μια διαχρονική οπτική. Οι συγχρονικές σχέσεις προέρχονται και ερμηνεύονται από τις διαχρονικές γ. Χρησιμοποιείται ο αστρονομικός χρόνος, που τυχαίνει ποσοτικών χειρισμών, και όχι ο ποιοτικός ιστορικός χρόνος. δ. Οι σχέσεις μεταξύ uno-μοντέλων είναι, όπως και οι σχέσεις μεταξύ στοιχείων, συγχρονικής φύσης, ενώ πρέπει να είναι ιεραρχημένες, διαλεκτικές, αντιφατικές και διαχρονικές. Οι τελευταίες ερμηνεύουν τις σχέσεις ανατροφοδότησης. Ο «φυσικός» χωρικός προγραμματισμός κι'η χωρική ανάλυση πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να εστιασθούν στο μοντέλο του λειτουργικού χώρου. Για τον πρώτο, το ευρύτερο μοντέλο του συνόλου όλων των χώρων (χωρικό υπερ-μοντέλο) πρέπει να αποτελέσει το άμεσο πλαίσιο του λειτουργικού χώρου. ε. Η δομή των μοντέλων προκύπτει από συγχρονικές παρατηρήσεις και προβάλλεται αναλλοίωτη στον μελλοντικό χρόνο, ενώ υφίσταται ιστορικούς μετασχηματισμούς. Η πρόβλεψη είναι διαφορετική για τα διάφορα επίπεδα και uno-επίπεδα του κοινωνικού σχηματισμού και καθορίζεται από τις βασικές δομικές ιδιότητες τους, εάν ακολουθήσουμε τον συγγενικό, πάρα τις διαφορές του, με τον ιστορικό υλισμό γενετικό δομιομό του Piaget. Ετσι, η εξέλιξη της οικονομικής και της κοινωνικής δομής της βάσης καθορίζεται από τη διαχρονία, ενώ γενικά η οικονομική και η κοινωνική δομή, στο μέτρο που καλύπτουν φαινόμενα τόσο της βάσης όσο και του εποικοδομήματος, και γενικότερα οι δομές λειτουργιών, χρήσης ή αξιών, κατέχουν μια ενδιάμεση θέση στην τυπολογία των δομών όσον αφορά τη σχέση διαχρονίας και συγχρονίας. Οι κανονιστικές δομές χαρακτηρίζονται από τη διαχρονία, γιατί η συγχρονική δομή τους προέρχεται άμεσα από τη διαχρονική διαδικασία. Τέλος, οι δομές νοήματος χαρακτηρίζονται από τη συγχρονία, αφού η συγχρονική δομή τους είναι σχετικά ανεξάρτητη απο τη διαχρονική διαδικασία. Με βάση τα παραπάνω, τα χωρικά μοντέλα που αντιστοιχούν στη βάση μπορούν να προβληθούν σ ένα σχετικά μακρινό χρονικό ορίζοντα, μετά όμως την αναγωγή των χωρικών στα α-χωρικα μοντέλα απο τα οποία προέρχονται. Κάθε επιμέρους πρόβλεψη πρέπει να γίνει μέσα στο πλαίσιο της πρόβλεψης για το σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού ή,για λογούς πρακτικούς, της πρόβλεψης των παραγωγικών δυνάμεων, λόγω του καθοριστικού ρόλου τους. Από την άλλη μεριά, τα μοντέλα του χωρικού οικονομικού και κοινωνικού μέρους του εποικοδομήματος έχουν περιορισμένο χρονικό βεληνεκές, και η πρόβλεψη γΓ αυτά προϋποθέτει την αναγωγή τους στα αντίστοιχα τους α-χωρικά μοντέλακαι την άρθρωση της πρόβλεψης των τελευταίων με την πρόβλεψη του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού ή, για λόγους πρακτικούς, με την πρόβλεψη των παραγωγικών δυνάμεων. ζ. Δεν υπάρχει θεωρητική βάση που να αναφέρεται στις μελλοντικές πολιτικές αποφάσεις, ενω οι τελευταίες θα έπρεπε να επηρεάζουν τις σημερινές αποφάσεις που προσανατολίζουν τα μοντέλα. Η ένταξη αυτής της προγραμματικής πολιτικής ιδεολογίας στις δομές αξιών του Piaget δίνει μια τέτοια θεωρητική βάση. η Τα σημεία που αναλύθηκαν δείχνουν ότι τα τρέχοντα μοντέλα χωρικού προγραμματισμού μπορεί να είναι επιχειρησιακά στο εσωτερικό μιας ιστορικής φάσης, αλλά όχι έξω από αυτή. Η γρήγορη εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων τα περιορίζει σε βραχυπρόθεσμους ορίζοντες. Η ιστορικο-υλιστικη κριτική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ίδια η δομή των μοντέλων μετασχηματίζεται σε συνάρτηση με τον ιστορικό χρόνο Ο μετασχηματισμός που προτείνουμε της επιστημολογικής βάσης των μοντέλων χωρικού προγραμματισμού δεν είναι ανεξάρτητος από το μετασχηματισμό της κοινωνίας σε πραγματικά σοσιαλιστική και απώτερα σε κομμουνιστική. Τα ιστορικό - υλιστικά μοντέλα δεν πρέπει και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το μη πραγματικά σοσιαλιστικό κράτος πρέπει όμως να είναι τα εργαλεία του δημοκράτη πολεοδόμου και χωροτάκτη και του περιθωριακού, άλλα με ιστορική και κοινωνική αξία. αντι-προγραμματισμού του.
Subject:
Subject (LC):
Notes:
The present article was first written in Greek m the spring of 1979 In March 1980 it was incorporated as the second part of a paper, entitled «Historical materialist analysis of space and the critique of the mathematical planning models» which was presented in the Seminar on Urban and Regional Planning, organised by Chair Β of Urban Planning, School of Engineering. University of Thessaloniki