industrial restructuring and the relocation of manufacturing employment in postwar Athens

Part of : Πόλη και περιφέρεια : έκδοση μελετών του χώρου ; No.7, 1983, pages 79-109

Issue:
Pages:
79-109
Parallel Title:
Βιομηχανικός μετασχηματισμός και η αναχωρο- θέτηση της βιομηχανικής απασχόλησης στη μεταπολεμική Αθήνα
Author:
Abstract:
Οι μετασχηματισμοί της βιομηχανικής δομής των πόλεων (και οι συνακόλουθες αναχωροθετήσεις) μπορούν να γίνουν κατανοητοί μόνο μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της εθνικής οικονομίας στο σύνολο της. Με βάση μια τέτοια οπτική παρουσιάζουμε εδώ μια σειρά υποθέσεων για το μέλλον και προοπτικές του βιομηχανικού τομέα στην οικονομία και στο χώρο της Αθήνας. 1. Βιομηχανική αναδόμηση στη μεταπολεμική Ελλάδα και αλλαγές στην οικονομία της πόλης Μπορούμε να διακρίνουμε (με κάποια σχηματοποίηση) τρεις περιόδους στη διαδικασία συσσώρευσης βιομηχανικού κεφαλαίου στην πρόσφατη Ελληνική ιστορία: α) Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τουλάχιστο μέχρι το 1963-64, η υπανάπτυξη συνοδεύονταν από ένα παραδοσιακό τρόπο συσσώρευσης κεφαλαίου στα πλαίσια κρατικού προστατευτισμού, β) Μετά το 1961 η Ελλάδα άνοιγε τα σύνορα της στο ξένο κεφάλαιο και στους εργάτες που ήθελαν να μεταναστεύσουν. Παράλληλα με μια ταχεία οικονομική ανάπτυξη, ο τομέας της βιομηχανίας επηρεάσθηκε από μια τάση για ανταγωνιστικότητα και από την εισροή ξένου κεφαλαίου, και μετασχηματίσθηκε προς παραγωγή ενδιάμεσων και κεφαλαιουχικών αγαθών η παραγωγικότητα βελτιώθηκε, και αναπτύχθηκαν εξαγωγικοί κλάδοι, γ) Η περίοδος μετά το 1973 όμως ήταν περίοδος οικονομικής κρίσης, αποβιομηχάνισης, ή ακόμα και επιστροφής στην παραδοσιακή σύνθεση των βιομηχανικών επενδύσεων. Η οικονομία της Αθήνας μετασχηματίσθηκε σε αντιστοιχία με τις παραπάνω τρεις φάσεις. Κατά τη δεκαετία του 1950 θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια διαδικασία «αστικοποίησης χωρίς εκβιομηχάνιση» ή για μια τάση «παρασιτικής τριτογενοποίησης». Αντίθετα, κατά την επόμενη δεκαετία - την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης - ενώ η αστικοποίηση ήταν ακόμα ταχύτατη, οι οικονομικές τάσεις αναστράφηκαν (πιν. 1). Ο τομέας των υπηρεσιών αναπτύχθηκε με αργό ρυθμό, «παρασιτικές » δραστηριότητες συρρικώθηκαν, ενώ η συμμετοχή της παραγωγικής εργασίας στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού αυξήθηκε από 37% το 1951 σε 39% το 1961 και 42% το 1971. Στην Αθήνα συγκεντρώνονταν κυρίως οι βιομηχανίες παραγωγής καταναλωτικών αγαθών (πιν. 2) και η παραγωγικότητα εδώ ήταν υψηλή. Γύρω από το τέλος όμως της δεκαετίας του 1960, ο οικονομικός μετασχηματισμός στο εθνικό επίπεδο άρχισε να επηρεάζει αρνητικά την παραγωγική βάση της πόλης. Οι ρυθμοί βιομηχανικής ανάπτυξης επιβραδύνθηκαν εδώ ήδη την περίοδο 1963-73 σε σύγκριση με εκείνους της υπόλοιπης χώρας, και στη συνέχεια ουσιαστικά σταμάτησαν (πιν.3): τα χρόνια 1973-78, για πρώτη φορά στην ιστορία της Πρωτεύουσας, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανικής απασχόλησης έπεσε στο 0,14%. Συγχρόνως οι ρυθμοί αστικοποίησης επιβραδύνθηκαν σημαντικά κατά τη δεκαετία του 1970, κι ένας «τεταρτογενής» τομέας αναπτύχθηκε στην οικονομία της Αθήνας. Η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν φαινόταν πια να οδηγεί στη διεύρυνση του χάσματος Αθήνας/επαρχίας. 2. Βιομηχανική αναχωροθέτηοη στη μεταπολεμική Αθήνα Οι παραπάνω αλλαγές εμφανίσθηκαν και στο χώρο της πόλης με μιαν (απαραίτητη) χρονική υστέρηση. Η χωροθέτηση της οικονομικής δραστηριότητας στην Πρωτεύουσα δεν είχε αλλάξει ουσιαστικά από το μεσοπόλεμο μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Εκτός από τις περιοχές μικτών χρήσεων σ' ολόκληρο τον αστικό χώρο, οι λίγες κεντρικές και γραμμικές συγκεντρώσεις βιομηχανίας (χάρτης 1 ) κι άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων διατηρούνταν, και πύκνωναν με μια διαδικασία ενδο-αστικής συγκέντρωσης (χάρτης 3). Αυτή η χωροθέτηση διαφοροποιήθηκε κάπως κατά την είσοδο της δεκαετίας του 1970 με αλλαγές στην περιφέρεια του Πολεοδομικού Συγκροτήματος, που, ενώ φαίνονταν να οφείλονται σε κρατική πολιτική, είχαν στην πραγματικότητα οικονομικά αίτια: το θεσμικό πλαίσιο για την περιφερειακή ανάπτυξη δημιουργήθηκε για να διευκολύνει το μετασχηματισμό του βιομηχανικούκεφαλαίου, καθώς ένας αναπτυσσόμενος τομέας βαρειών βιομηχανιών προσανατολισμένων προς τις πρώτες ύλες επιδίωκε περιφερειακή χωροθέτηση. Κατά την περίοδο της διδακτορίας οι βιομήχανοι διαμαρτύρονταν για τη στενότητα ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και την έλλειψη υποδομής στην ελληνική επαρχία. Η κρατική πολιτική προσανατολίσθηκε προς την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων. Με μια σειρά νόμων από το 1971, η επικράτεια χωρίσθηκε σε ζώνες παροχής διαφόρων οικονομικών και άλλων κινήτρων. Στο μεγαλύτερο τμήμα του Νομού Αττικής δεν δόθηκε κανένα κίνητρο. Αυτό επιβράδυνε κάπως τη βιομηχανική ανάπτυξη στην Πρωτεύουσα- την επιτάχυνε όμως σημαντικά στο γειτονικό της Νομό Βοιωτίας, ιδιαίτερα το 1972-73 (πιν 3). Ένας μεγάλος αριθμός βιομηχανιών χωροθετήθηκε κατά μήκος των εθνικών αρτηριών( χάρτης 2), διατηρώντας έτσι τις όποιες «οικονομίες συγκέντρωσης», χωρίς να στερείται και την προνομικακή μεταχείριση που προέβλεπε η σχετική νομοθεσία. Στην κυρίως αστική περιοχή οι τάσεις συγκέντρωσης που διατηρούνταν ακόμα από το μεσοπόλεμο (χάρτης 3) αναστράφηκαν λίγο αργότερα: το 1973-78. Η διαδικασία αποβιομηχάνισης της Πρωτεύουσας συγκεντρώθηκε αποκλειστικά κατά μήκος του παραδοσιακού βιομηχανικού άξονα (χάρτης 4). Η μείωση αφορούσε μόνο 7.916 θέσεις εργασίας σε 5 χρόνια (πίνακας 4), αλλά ήταν σημαντική στα πλαίσια της ιστορίας της πόλης. Για να την ερμηνεύσουμε (σε κάποιο βαθμό) επιχειρήσαμε μια στατιστική ανάλυση της σύνθεσης των απωλειών στο παραδοσιακό βιομηχανικό άξονα (περιοχή χάρτη 4) το 1973-78 (πιν. 4). Είναι ενδιαφέρον ότι μόνο τέσσερις κλάδοι στους τομείς των υφαντικών-ενδυμάτων (SIC 23, 24) και μηχανών (SIC 36, 37) βρέθηκαν υπεύθυνοι για το μεγαλύτερο όγκο απωλειών (10.267 θέσεις εργασίας). Αυτές οι τάσεις δύσκολα μπορούν να ερμηνευθούν με πληρότητα (λείπουν, εξ άλλου, οι σχετικές μελέτες). Ένας σοβαρός πιθανός παράγοντας, η υποκατάσταση εργασίας από κεφάλαιο, θα πρέπει ν' αποκλεισθεί για την περίοδο και την κλίμακα που μελετάμε. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η απώλεια ήταν «χωροθετική» κι όχι «απόλυτη»: παλαιότερη μελέτη έδειξε τάσεις βιομηχανικής μετεγκατάστασης από την Αθήνα ήδη το 1973, και πιό πρόσφατες απόπειρες ανάλυσης «απόκλισης- συμμετοχής» δείχνουν ότι ο Νομός Αττικής έχει αρχίσει από το 1969 να παρουσιάζει σημαντικά χωροθετικά μειονεκτήματα. 3. Υποθέσεις για τις τάοεις και προοπτικές βιομηχανικής ανάπτυξης στην Αθήνα Ο παραγωγικός ρόλος της Πρωτεύουσας στη διαδικασία ανάπτυξης του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, που διατηρήθηκε για έξη τουλάχιατο δεκαετίες του 20ου αιώνα, σήμερα υπονομεύεται οριστικά. Η αποβιομηχάνιση άρχισε με την είσοδο της δεκαετίας του 1970, αφού το βιομηχανικό κεφάλαιο είχε μετασχηματισθεί σε εθνικό επίπεδο. Η υπόθεση μας είναι ότι οι απώλειες βιομηχανικής απασχόλησης στο εσωτερικό της πόλης δεν είναι μόνο αμετάκλητες, αλλά έχουν ενταθεί μετά το 1978, και ότι η διαδικασία αποβιομηχάνισης θα συνεχίζεται και στο μέλλον. Ανάμεσα στους διαφόρους παράγοντες που συντείνουν στη βιομηχανική παρακμή της αστικής περιοχής ο κυριότερος άρχισε να λειτουργεί μετά το 1979, και κατά συνέπεια η επίπτωση του δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί στις υπάρχουσες απογραφές: πρόκειται για το θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε πρόσφατα (1979-83) με σκοπό τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης όχι μέσο χρησιμοποίησης φίλτρων περιορισμού των εκπομπών, αλλά με την απαγόρευση της ίδρυσης κι επέκτασης πολλών βιομηχανικών κλάδων στην Αθήνα. Πρόσθετες πιέσεις για τέτοια πολιτική θα προέλθουν κι από την πρόσφατη ένδειξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την άκριτη υιοθέτηση πολλών σημαντικών στόχων πολιτικής της Κοινότητας από την Ελληνική κυβέρνηση: την έμφαση στην περιβαλλοντική απορύπανση (μ* οποιοδήποτε κόστος), και την αποκέντρωση των παραγωγικών, καθώς και των κρατικά ελεγχόμενων επενδύσεων σε κατοικία και συλλογική κατανάλωση. Τέτοιοι στόχοι προωθούνται παράλληλα και από την ίδια την Ελληνική κοινωνική δυναμική στα πλαίσια μιας ιδεολογίας και ρητορικής ενάντια στην αστικοποίηση. Με βάση την ανάλυση μας μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η τρέχουσα πολιτική ενισχύει ήδη υπάρχουσες τάσεις βιομηχανικής και οικιστικής παρακμής και θα έχει ως άμεσο και κύριο επακόλουθο την υποβάθμιση των συνθηκών ζωής και των προοπτικών της εργατικής τάξης των πόλεων. Πέρα απ' αυτή την πρώτη και κύρια θιγόμενη κοινωνική ομάδα, τονίζουμε ότι δεν απέχει πολύ η περίοδος της παρακμής των Ελληνικών μεγαλουπόλεων, μ' όλα τα κοινωνικά και οικονομικά της επακόλουθα. Σε λίγα χρόνια, όπως σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, θ' ακούσουμε τους υπεύθυνους για τον προγραμματισμό και σχεδιασμό να μιλούν για αστικό μαρασμό και να προσπαθούν να προσελκύσουν πίσω την ελαφριά βιομηχανία για ν' αναζωογονήσουν την παραγωγική βάση της Πρωτεύουσας.
Subject:
Subject (LC):
Notes:
*This paper draws freely from my Ph.D. Thesis (Leontidou Emmanuel, 1981a), esp chapters 5 and 6, and from a later study on employment in Greater Athens (Leontidou Emmanuel, 1981b); it was presented to the seminar on «European integration: urban and regional problems» at Naxos, Greece, 31 August -2 September 1983, Εισήγηση στο συνέδριο της Νάξου για την «Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: αστικά και περιφερειακά προβλήματα», 1.9.1983. Το άρθρο βασίζεται ελεύθερα σε δύο προηγούμενες μελέτες της συγγραφέα (1981α και 1981β).